- παπιστής
- οο οπαδός τού παπισμού, ο ρωμαιοκαθολικός, αυτός που παραδέχεται τον πάπα ως μόνο και γνήσιο αντιπρόσωπο τού Θεού στη Γη και ως αλάθητο, καθώς και το σύνολο τών δογμάτων τής Δυτικής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1690 στον Μάξιμο Πελοποννήσιο].
Dictionary of Greek. 2013.